- ἔξοικος
- ἔξοικοςhouselessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έξοικος — ἔξοικος, ον (AM) διωγμένος απ το σπίτι του, άστεγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οίκος] … Dictionary of Greek
ἔξοικον — ἔξοικος houseless masc/fem acc sg ἔξοικος houseless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔξοικοι — ἔξοικος houseless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξοικώ — (Α ἐξοικῶ, έω) [έξοικος] νεοελλ. (για χώρα) ερημώνομαι αρχ. 1. μεταναστεύω 2. παθ. κατοικούμαι σε όλη μου την έκταση … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek
ՏՆԱՆԿԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0883 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 10c, 11c, 13c չ. πένομαι inops vel pauper sum, egeo ταπείνομαι humilior. Անկանիլ ʼի մեծութենէ. աղքատանալ. նուաստանալ. *Ընչիւք թոյլ ետ տնանկանալ: Մեծացուցեր, եւ տնանկացայ. Ոսկ. յհ. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)